ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Λίγα λόγια για εμένα

Σήμερα, εκτός του ιδιωτικού ιατρείου μου, έχω την παιδοψυχιατρική εποπτεία δύο κέντρων αποκατάστασης Λόγου, Έργου και Μαθησιακών Δυσκολιών.

Επίσης είμαι υπεύθυνη παιδοψυχίατρος σε ξενώνες φιλοξενίας και υποστήριξης ασυνόδευτων ανηλίκων προσφύγων και μεταναστών.

Είμαι γιατρός, απόφοιτη της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στο παρελθόν και στο πλαίσιο της ιατρικής μου εκπαίδευσης εργάσθηκα στα νοσοκομεία

  • Παίδων Αγ. Σοφία,
  • Αεροπορίας 251 ΓΝΑ,
  • ΠΓΝΑ Γ. Γεννηματάς
  • και Παίδων Αγλαΐας Κυριακού

σε τμήματα σχετικά με την ειδικότητά μου.


Βιογραφικό

Άρθρα και δημοσιεύσεις

  • ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΥΠΝΟΥ

    Οι διαταραχές του ύπνου στην παιδική ηλικία παρουσιάζονται αρκετά συχνά. Με τον όρο διαταραχές ύπνου εννοούμε είτε δυσκολίες στην έλευση ή τη διατήρηση του ύπνου ή μη ξεκούραστο ύπνο, είτε συμπεριφορικά φαινόμενα κατά τη διάρκειά του.

    Είναι γνωστό ότι τα παιδία ανάλογα με την ηλικία παρουσιάζουν διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικά σχήματα ύπνου, όπως επίσης και ότι παιδιά της ίδιας ηλικίας παρουσιάζουν ατομικές διαφορές στις ανάγκες και στις συνήθειες του ύπνου οι οποίες σχετίζονται τόσο με τη δική τους ιδιοσυγκρασία όσο και με τις γονεϊκές πρακτικές κι επιθυμίες.

    Νεογέννητο: 16-17 ώρες ύπνου το 24ωρο, κατανεμημένους σε 3ωρους κύκλους. 50% REM.
    3-6 μηνών: 14-15 ώρες ύπνου το 24ωρο, οι περίοδοι του ύπνου αρχίζουν να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια τη νύχτα. 40% REM.
    6-24 μηνών: 11-13 ώρες ύπνου το 24ωρο, κυρίως το βράδυ, συν ένα μεσημεριανό ύπνο 1-2 ωρών. 30% REM.
    2-13 ετών: 10-12 ώρες συνολικού ύπνου το 24ωρο. 22% REM.
    13-18 ετών: 8 ώρες συνολικού ύπνου το 24ωρο. 20% REM.
    Ενήλικες: 6-8 ώρες συνολικού ύπνου το 24ωρο. 20% REM.

    Σε ηλικία 3 μηνών το 70% των βρεφών τακτοποιούν τον ύπνο τους, δηλαδή κοιμούνται 4-6 συνεχόμενες ώρες τη νύχτα και μέχρι την ηλικία του 1 έτους το 90% των παιδιών κοιμάται καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας. Ωστόσο μικρές αφυπνίσεις στη διάρκεια της νύχτας είναι φυσιολογικές και συμβαίνουν σε κάθε ηλικία. Συχνά τα παιδιά ξανακοιμούνται χωρίς να ενοχλήσουν τους γονείς.

    Στα νεογνά και τα βρέφη θα πρέπει καταρχάς να διαφοροποιήσουμε τις διαταραχές του ύπνου που οφείλονται σε οργανικά και νευροαναπτυξιακά αίτια, από αυτές που οφείλονται σε δυσλειτουργία στη σχέση γονιού παιδιού ή σε κακή διατροφή (έλλειψη πρωτεϊνών και θερμίδων). Οι οργανικές αιτίες περιλαμβάνουν την ανωριμότητα του ΚΝΣ (κεντρικό νευρικό σύστημα) λόγω προωρότητας, περιγεννητικά προβλήματα, όπως ανοξία, χαμηλό βάρος γέννησης, την εγκεφαλίτιδα, τον αυτισμό, την βαριά νοητική υστέρηση κ.α. Ωστόσο σε αυτές τις ηλικίες οι διαταραχές του ύπνου είναι συνήθως καλοήθεις και σχετίζονται περισσότερο με τα σχήματα αλληλεπίδρασης γονιών παιδιού και με την αντίδραση των γονιών σε βραχείας διάρκειας παροδικά συμπεριφορικά προβλήματα.

    Στα νεογνά η έλευση του ύπνου είναι ένα κατεξοχήν φυσιολογικό φαινόμενο που επέρχεται απότομα σε κατάσταση ηρεμίας. Γρήγορα όμως παίρνει ένα χαρακτήρα διαπροσωπικό κι εξαρτάται από την συναισθηματική κατάσταση του βρέφους. Όταν η περίοδος της εγρήγορσής του είναι ικανοποιητική και πλούσια σε ερεθίσματα και συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις, το βρέφος αποσύρεται ικανοποιημένο σε μια κατάσταση χαλάρωσης που του επιτρέπει να κοιμηθεί. Όμως το περιβάλλον δεν θα πρέπει από την άλλη να προκαλεί υπερβολική διέγερση. Συχνά γονείς αγχώδεις και φοβικοί εμποδίζουν το βρέφος να χαλαρώσει και να κοιμηθεί π.χ. του μιλάνε συνέχεια, το ξυπνάνε για να δουν αν αναπνέει κ.α. Επίσης όσο περισσότερο εμπλέκεται ένας γονέας στον ύπνο του παιδιού, τόσο πιο πιθανό είναι να παρουσιαστεί ένα πρόβλημα ύπνου. Για παράδειγμα έχει βρεθεί ότι βρέφη που τα έβαζαν ξύπνια στην κούνια τους την ώρα του ύπνου, ήταν πιο πιθανό όταν ξυπνούσαν αργότερα τη νύχτα να αποκοιμιόντουσαν από μόνα τους σε σχέση με αυτά που τα έβαζαν κοιμισμένα στην κούνια. Τέλος αλλαγές στα σχήματα ταΐσματος μπορεί επίσης να επηρεάσουν τα σχήματα του ύπνου στα βρέφη.

    Στα νήπια οι διαταραχές του ύπνου είναι πολύ συχνές. Μπορεί να είναι συνέχεια των διαταραχών της βρεφικής ηλικίας, οπότε το παιδί ξυπνάει, δεν έχει μάθει να αποκοιμιέται μόνο του και συνήθως καταφεύγει στο κρεβάτι των γονιών του. Μπορεί να σχετίζονται με το άγχος αποχωρισμού, δηλαδή το φόβο που νιώθει το παιδί όταν βρίσκεται μακριά από τη μητέρα του. Στην περίπτωση αυτή βοηθά όταν το παιδί πηγαίνει για ύπνο, να περιτριγυρίζεται από τα αγαπημένα του αντικείμενα ή να ακολουθεί μια συγκεκριμένη ρουτίνα που πρέπει να είναι σεβαστή από τους γονείς. Άλλες συνήθεις αιτίες που οδηγούν σε δυσκολίες ύπνου είναι η έλλειψη τοποθέτησης ορίων από τους γονείς (μη σταθερή ώρα ύπνου ή ύπνος εκτός κρεβατιού), οι μη άνετες συνθήκες ύπνου π.χ. δωμάτιο με πολύ θόρυβο, η ακατάλληλη διατροφή π.χ. το παιδί να μην είναι χορτάτο ή να έχει φάει σοκολάτα πριν πέσει να κοιμηθεί και τέλος οικογενειακές συγκρούσεις ή άλλες καταστάσεις -για παράδειγμα μια μετακόμιση- που προκαλούν ένταση στο παιδί.

    Ωστόσο στην ηλικία αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται και οι λεγόμενες παραϋπνίες που είναι οι: νυχτερινοί τρόμοι, υπνοβασία, εφιάλτες, ρυθμικές κινήσεις του σώματος, κινητική ανησυχία κάτω άκρων, υπναγωγικές ή υπνοπομπικές ψευδαισθήσεις.

    Οι νυχτερινοί τρόμοι παρατηρούνται στο 3% των παιδιών και δεν συνδέονται με την ύπαρξη ψυχοπαθολογίας. Συμβαίνουν 1-2 ώρες μετά την έναρξη του ύπνου. Το παιδί ανασηκώνεται κοιτάζει έντρομο χωρίς πραγματικά να βλέπει, είναι ιδρωμένο και παρουσιάζει ταχυκαρδία. Έχει δυσκολία να ξυπνήσει, κλαίει απαρηγόρητα, είναι διεγερτικό και αν οι γονείς καταφέρουν να το ξυπνήσουν βρίσκεται σε σύγχυση. Το επεισόδιο διαρκεί 10-20 λεπτά και μετά το παιδί αποκοιμιέται ξανά ενώ το επόμενο πρωί έχει πλήρη αμνησία του επεισοδίου. Συστήνεται η αποφυγή έκθεσης σε ερεθίσματα που προκαλούν φόβο και η αποφυγή υπερβολικής κούρασης του παιδιού. Οι νυχτερινοί τρόμοι περιορίζονται σταδιακά μέχρι την εφηβεία.

    Η υπνοβασία είναι αρκετά συχνή. Συμβαίνει κι αυτή 1-2 ώρες μετά την έναρξη του ύπνου και διαρκεί από 5 δευτερόλεπτα έως 30 λεπτά. Συχνά στο οικογενειακό ιστορικό υπάρχουν κι άλλα άτομα με τη διαταραχή. Το παιδί μπορεί να καθίσει στο κρεβάτι ή να σηκωθεί και να περπατά χωρίς σκοπό και με κακό συντονισμό των κινήσεων. Δυσκολεύεται να ξυπνήσει ( και δεν πρέπει να το ξυπνάμε γιατί επιτείνουμε την σύγχυση του) και το επόμενο πρωί έχει αμνησία του επεισοδίου. Θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την ασφάλεια του παιδιού, όπως κλείδωμα πόρτας και παραθύρων και να αποφεύγεται η υπερβολική κούραση και το στρες. Απογευματινοί μικροϋπνοι μπορεί να βοηθήσουν. Η υπνοβασία περιορίζεται επίσης αυτόματα.

    Οι εφιάλτες είναι ιδιαίτερα συχνοί σε αυτή την ηλικία. Σχετίζονται συνήθως με φόβους φανταστικών πλασμάτων και λανθασμένες αντιλήψεις σκιών κι αντικειμένων. Συμβαίνουν συνήθως το τελευταίο τρίτο του ύπνου. Το παιδί ξυπνάει τρομαγμένο, είναι καλά προσανατολισμένο και διηγείται ένα άσχημο όνειρο Το επόμενο πρωί μπορεί επίσης να διηγηθεί το όνειρο που είδε. Το στρες και οι τραυματικές εμπειρίες αυξάνουν τη συχνότητα και την ένταση των εφιαλτών. Ο υψηλός πυρετός όπως και κάποια φάρμακα μπορεί επίσης να προκαλέσουν εφιάλτες. Θα πρέπει να καθησυχάζουμε το παιδί την ώρα που ξυπνάει. Αν οι εφιάλτες είναι συχνοί, το παιδί μπορεί να φοβάται να πάει για ύπνο. Σ' αυτή την περίπτωση μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη συναισθηματική απεικόνιση στη φαντασία: το παιδί εκπαιδεύεται να φαντάζεται τον αγαπημένο του υπερήρωα να το βοηθά να είναι γενναίο απέναντι στους φόβους τους. Επίσης βοηθά το να βάζουμε το παιδί για ύπνο κουρασμένο.

    Στη σχολική ηλικία το συχνότερο πρόβλημα είναι η αντίσταση των παιδιών να πάνε για ύπνο, που σχετίζεται με θέματα ορίων και απουσία συγκεκριμένων κανόνων σχετικών με τον ύπνο. Συστήνεται ο περιορισμός του ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας σε παιδιά αυτής της ηλικίας. Άγχος και συναισθηματική πίεση μπορεί να προκαλέσουν δυσκολίες στην έλευση του ύπνου ή αφύπνιση τη νύχτα. Επίσης στην ηλικία αυτή παραμένουν οι παραϋπνίες που ξεκινούν από τη νηπιακή ηλικία. Τέλος στην ηλικία αυτή αναγνωρίζεται συνήθως και η υπνική άπνοια η οποία μπορεί να έχει ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Χαρακτηρίζεται από διακοπές την αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου που διαρκούν κατά μέσο όρο 30-40 δευτερόλεπτα και μπορούν να συμβαίνουν από 5 έως 25 την ώρα. Η άπνοια μπορεί να είναι κεντρική, να οφείλεται δηλαδή σε ανωριμότητα των αναπνευστικών κέντρων του εγκεφάλου (στα πρόωρα και τα νεογνά) ή περιφερική λόγω διογκωμένων αμυγδαλών, αδενοειδών εκβλαστήσεων (κρεατάκια) ή ανατομικών διαμαρτυών της γνάθου, του προσώπου ή του ρινοφάρυγγα. Κάθε άπνοια συνοδεύεται από μιας σύντομης διάρκειας αφύπνιση με αποτέλεσμα ο ύπνος να γίνεται ανήσυχος και ανεπαρκής. Συχνά παρατηρούνται επίσης περίεργες στάσεις ύπνου, ροχαλητό και αναπνοή από το στόμα την ημέρα. Η διάγνωση τίθεται σε εργαστήριο ύπνου και η θεραπεία είναι χειρουργική σε περίπτωση περιφερικής άπνοιας. Οι διαταραχές του ύπνου στην ηλικία αυτή σχετίζονται με επιπτώσεις στη σχολική απόδοση, τη συμπεριφορά, τη διάθεση, αλλά και την ανάπτυξη.

    Στην εφηβεία η συνηθέστερη διαταραχή ύπνου είναι το σύνδρομο καθυστερημένου ύπνου. Ο τρόπος ζωής των εφήβων, τους προσανατολίζει σε ξενύχτια είτε λόγω διαβάσματος, είτε λόγω διασκέδασης, είτε λόγω χρήσης του υπολογιστή, με αποτέλεσμα καθημερινή δυσκολία να κοιμηθούν πριν από τις 2-3 τη νύχτα. Λόγω του σχολείου και της πρωινής αφύπνισης παρατηρείται μόνιμη έλλειψη ύπνου, πρωινή υπνηλία, διαταραχές στη συγκέντρωση, τη διάθεση και τη συμπεριφορά. Προτείνεται τακτικό πρόγραμμα κατάκλισης - αφύπνισης, με έγερση την ίδια ώρα κάθε πρωί όσος λίγος κι αν ήταν ο ύπνος, αποφυγή του ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας και σωματική άσκηση.

    Επίσης στην εφηβεία μπορεί οι διαταραχές ύπνου να σχετίζονται συχνότερα με ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, όπως κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές (σπανιότερα σχιζοφρένεια ή μανία) καθώς και με την κατανάλωση αλκοόλ, καφεΐνης ή ψυχοτρόπων ουσιών.

    Τέλος μια σπάνια διαταραχή ύπνου που πρωτοεμφανίζεται στην εφηβεία είναι η ναρκοληψία. Χαρακτηρίζεται από υπερβολική ημερήσια υπνηλία με επεισόδια ακατανίκητου ύπνου διάρκειας 2-5 λεπτών μετά τον οποίο το άτομο νιώθει ξεκούραστο για τις επόμενες 2-3 ώρες. Η διαταραχή συνοδεύεται επίσης με αιφνίδια ολική ή μερική απώλεια του μυϊκού ελέγχου χωρίς απώλεια συνείδησης -συνήθως μετά από ισχυρή συγκίνηση- καθώς και με ζωηρές οπτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις ή μυϊκή παράλυση κατά την αφύπνιση από τα επεισόδια ύπνου. Η θεραπεία είναι οι προγραμματισμένοι μικροϋπνοι 2-3 φορές την ημέρα και η χορήγηση φαρμάκων.

    Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι διαταραχές ύπνου μπορεί να είναι παροδικές και να αποτελούν ένα τρόπο συναισθηματικής έκφρασης ή αντίδρασης του παιδιού προς το περιβάλλον, μπορεί όμως και να αποτελούν συμπτώματα ειδικών διαταραχών ή να είναι δευτεροπαθείς, οφειλόμενες σε σωματικές παθήσεις, ψυχιατρικές παθήσεις ή στη δράση συγκεκριμένων ουσιών. Γι' αυτό οι γονείς θα πρέπει να ενημερώσουν αρχικά τον παιδίατρό τους κι αφού αποκλειστούν οργανικά αίτια να απευθυνθούν σε παιδοψυχίατρο, καθώς συχνά αρκούν απλές συμβουλές για την επίλυση ενός προβλήματος που μπορεί να επιδρά στη λειτουργικότητα ολόκληρης της οικογένειας.

  • ΣΩΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ

    Η Σωματοποίηση σαν όρος έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την εμπειρία ενός σωματικού συμπτώματος, που μετά από πλήρη ιατρική διερεύνηση δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια παθολογική διεργασία. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο ασθενής βιώνει πραγματικά το σύμπτωμα, δεν προσποιείται ούτε το προκαλεί, γι' αυτό κι αναζητά ιατρική βοήθεια.

    Τα παιδιά και οι έφηβοι παρουσιάζουν συχνά σωματικά ενοχλήματα. Αν τα τοποθετήσουμε σε ένα συνεχές, στο ένα άκρο βρίσκονται αυτά που έχουν πλήρη ιατρική εξήγηση, ενώ στο άλλο αυτά που δεν εξηγούνται ιατρικά με κανένα τρόπο. Στο ενδιάμεσο βρίσκονται οι περιπτώσεις που υπάρχουν μεν ιατρικά ευρήματα αλλά αυτά δεν παράγουν πάντα συμπτώματα ή αν παράγουν είναι πολύ μικρότερης έντασης.

    Για την αιτιολογία του φαινομένου της σωματοποίησης έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες, πρωταρχικό ρόλο παίζουν οικογενείς παράγοντες: α) Συχνά στις οικογένειες των παιδιών που σωματοποιούν υπάρχει κάποιο μέλος με χρόνιο νόσημα και επίσης συχνά τα συμπτώματα των παιδιών μιμούνται τα συμπτώματα κάποιού συγγενή ή κάποιου φίλου. β) Οι οικογένειες είναι συνήθως αγχώδεις, με έντονη ενασχόληση με τις ασθένειες, έντονη έκφραση της σωματικής ή της συναισθηματικής δυσφορίας από τα μέλη τους και χειρισμό των ασθενών με τρόπο που ενισχύει τα συμπτώματα. γ) Ορισμένες φορές ένας από τους γονείς πάσχει από κατάθλιψη ή άγχος ή η οικογένεια είναι γενικότερα δυσλειτουργική.

    Σημαντικός στην αιτιολογία της σωματοποίησης θεωρείται ακόμη ο ρόλος της κακοποίησης (σωματικής ή σεξουαλικής) και της παραμέλησης ή της ελλιπούς γονεϊκής φροντίδας.

    Τέλος ορισμένοι ερευνητές τονίζουν το ρόλο της σπλαχνικής υπερευαισθησίας, στην αιτιολογία της σωματοποίησης.

    Τα σωματικά συμπτώματα στα οποία δεν βρίσκεται κάποια οργανική αιτιολογία είναι συχνά στον παιδιατρικό πληθυσμό. Παρουσιάζονται στο 4% των αγοριών και στο 11% των κοριτσιών ηλικίας 10-16 ετών. Τα συχνότερα είναι οι πονοκέφαλοι, τα κοιλιακά άλγη, η κόπωση, η μυαλγία, οι πόνοι στη ράχη και οι θόλωση της όρασης. Οι πονοκέφαλοι, τα κοιλιακά άλγη και γενικότερα τα πιο απλά συμπτώματα είναι συνηθέστερα στα μικρά παιδιά, ενώ η κόπωση, οι πόνοι στα άκρα και γενικά η σύνθετη πολυεστιακή συμπτωματολογία είναι πιο συχνή στα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας και στους εφήβους. Τα νευρολογικά συμπτώματα παρουσιάζονται συχνότερα στα κορίτσια. Μπορεί να πάρουν τη μορφή επιληπτόμορφων κρίσεων (ψευδοκρίσεων), πτώσεων στο έδαφος, αστάθεια στη βάδιση, μουδιασμάτων και άλλων αισθητηριακών διαταραχών όπως διαταραχών στην όραση.

    Τα σωματικά αυτά συμπτώματα συχνά συνυπάρχουν με συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης.

    Η σωματοποίηση θα πρέπει να διαχωρίζεται από:

    Α) Τα ψυχοσωματικά προβλήματα. Όπου μια συγκεκριμένη πάθηση όπως άσθμα, έκζεμα, κνίδωση, γαστρικό έλκος, ελκώδης κολίτιδα, νόσοι κολλαγόνου, υπέρταση κ.α. συνδέεται κι επηρεάζεται από ψυχολογικούς παράγοντες.

    Β) Τα σύνδρομα ευερέθιστου εντέρου, χρόνιας κόπωσης και ινομυαλγίας που άλλοι θεωρούν ότι έχουν παθοφυσιολογικό υπόστρωμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι δεν μπορεί να δοθεί σε αυτά κάποια ιατρική εξήγηση και τα εντάσσουν στη σωματοποίηση.

    Γ)Τις αγχώδεις διαταραχές και την κατάθλιψη, αφού αυτές τις περισσότερες φορές εκδηλώνονται και με σωματικά συμπτώματα .

    Δ) Την υπόκριση όπου ο ασθενής δεν βιώνει πραγματικά το σύμπτωμα αλλά το χρησιμοποιεί για να κερδίσει κάποια οφέλη και

    Ε) Το σύνδρομο Munchhausen, όπου το πρόσωπο φροντίδας προκαλεί σκόπιμα συμπτώματα στο παιδί, καθώς είναι το ίδιο ψυχικά διαταραγμένο.

    Ωστόσο για τη διάγνωση της σωματοποίησης δεν πρέπει μόνο να αποκλείονται οι οργανικές αιτίες, αλλά να αναζητούνται και κάποια θετικά ευρήματα. Αυτά είναι:

    1) Η χρονική συσχέτιση του συμπτώματος με κάποιο σημαντικό στρεσσογόνο γεγονός όπως διαζύγιο, ασθένεια, προβλήματα στη σχέση γονέα παιδιού κ.α.

    2) Η ύπαρξη και κατά το παρελθόν επεισοδίων σωματοποίησης.

    3) Η ενίσχυση του συμπτώματος από οικογενειακούς ή κοινωνικούς παράγοντες π.χ. το παιδί δεν πηγαίνει σχολείο κάθε φορά που εκφράζει το σύμπτωμα.

    4) Η ύπαρξη μέσα στην οικογένεια ή στο άμεσο περιβάλλον πρότυπου μίμησης για το σύμπτωμα δηλαδή η ύπαρξη ατόμου που παρουσιάζει το ίδιο σύμπτωμα.

    5) Η συνύπαρξη άλλων δυσκολιών στο ίδιο το παιδί π.χ. η ύπαρξη μαθησιακής δυσκολίας αποτελεί συχνά το λόγο που το παιδί παρουσιάζει σχολική αποφυγή.

    6) Η αναντιστοιχία του συμπτώματος προς τις γνωστές ανατομικές οδούς και τους γνωστούς φυσιολογικούς μηχανισμούς.

    7) Η θετική ανταπόκριση του συμπτώματος σε θεραπεία με placebo, υποβολή ή ψυχοθεραπεία.

    Τα περισσότερα από τα παιδιά που παραπέμπονται σε παιδοψυχίατρο λόγω ενδεχόμενης σωματοποίησης έχουν προηγουμένως ελεγχθεί οργανικά για τα συμπτώματά τους. Αφού λοιπόν οι διάφορες παθολογικές καταστάσεις έχουν αποκλειστεί, θα πρέπει στη συνέχεια να εξηγηθεί στο παιδί ή τον έφηβο και τους γονείς του η φύση της σωματοποίησης, μέσω μιας συζήτησης που αφορά τη σχέση σώματος-ψυχής.

    Επίσης θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τον ασθενή και τους γονείς του ότι το πρόβλημά τους θεωρείται υπαρκτό και πραγματικό και να γίνει προσπάθεια εξάλειψης του στίγματος της ψυχικής νόσου, διότι αν το παιδί ή οι γονείς νιώσουν ντροπή για τη διάγνωση της σωματοποίησης είναι πολύ πιθανό να αντιστέκονται στη θεραπευτική παρέμβαση. Τέλος το παιδί πρέπει να καθησυχάζεται για το ότι δεν πάσχει από κάποια σοβαρή σωματική ασθένεια αλλά και να καταλάβει ότι απουσία από το σχολείο χωρίς την έγκριση του θεραπευτή του και χωρίς το απαραίτητο δικαιολογητικό θα θεωρείται σκασιαρχείο.

    Η θεραπεία είναι η ψυχοθεραπεία και μπορεί να είναι οικογενειακού, ψυχοδυναμικού ή γνωσιακού τύπου. Η γνωσιακή αρχή που κυρίως εφαρμόζεται σε παιδιά με σωματοποίηση είναι το να επιστρέφουν στις συνήθεις δραστηριότητες και υπευθυνότητες τους ανεξάρτητα εάν το σύμπτωμα επιμένει. Μάλιστα οι υψηλές προσδοκίες μαρτυρούν πίστη των γονέων και των ειδικών ότι το παιδί κατά βάση είναι υγιές κι ότι έχει τη δυνατότητα να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο. Τα αντικαταθλιπτικά και τα αγχολυτικά μπορούν να μειώσουν τα σωματικά συμπτώματα αλλά χρησιμοποιούνται πολύ σπάνια στα παιδιά και τους εφήβους.

    Η σωματοποίηση είναι μια υπαρκτή διαταραχή και η αντιμετώπισή της επιβάλλεται καθώς όχι μόνο επηρεάζει την σχολική και κοινωνική λειτουργικότητα του παιδιού, αλλά και γιατί έτσι αποφεύγονται οι άσκοπες, συχνά επώδυνες ή και επικίνδυνες ιατρικές εξετάσεις και παρεμβάσεις στο παιδί.

  • ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ

    Η ένταξη ενός παιδιού ή εφήβου στο σχολικό περιβάλλον αποτελεί ένα από τα βασικότερα στοιχεία της κοινωνικοποίησής του και υποδηλώνει ομαλότητα στην εξέλιξή του. Για το λόγω αυτό οι ειδικοί δίνουν μεγάλη σημασία σε τυχόν δυσκολίες προσαρμογής του παιδιού στο σχολείο. Από την άλλη οι γονείς αν και μπορούν να παραβλέψουν διάφορα προβλήματα στη συμπεριφορά του παιδιού τους, κινητοποιούνται πάντα όταν αυτό αρνείται κατηγορηματικά να πάει στο σχολείο.

    Η είσοδος του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον είναι ένα αναπτυξιακό επίτευγμα. Προϋποθέτει την ικανότητά του να αποχωριστεί τα σημαντικά πρόσωπα, την ικανότητα να προσαρμοστεί σε ένα καινούργια περιβάλλον, να δημιουργήσει σχέσεις με συνομηλίκους αλλά και με άλλους ενήλικες και να συμμορφωθεί σε κανόνες. Παράλληλα θα πρέπει να βρίσκεται σε τέτοια ψυχοσυναισθηματική κατάσταση ώστε να μπορεί να αποκτά γνώσεις και καινούργιες δεξιότητες. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, έχει να αντιμετωπίσει τις όλο και αυξανόμενες μαθησιακές απαιτήσεις, την διαρκώς μειούμενη ανεκτικότητα των δασκάλων του σε μη αποδεκτές συμπεριφορές και τις όλο και πιο πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις με τους συνομηλίκους.

    Έτσι η άρνηση ενός παιδιού να πάει στο σχολείο μπορεί να έχει πολλές αιτίες 1) Η σχολική φοβία παρουσιάζεται στο 3% περίπου του σχολικού πληθυσμού και είναι δυνατό να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Όταν συμβαίνει κατά την είσοδο στο σχολείο, οφείλεται συνήθως στο άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα (ή άλλα σημαντικά πρόσωπα φροντίδας). Μικρού βαθμού άγχος είναι φυσιολογικό στη νηπιακή και πρώτη παιδική ηλικία. Η διάγνωση δικαιολογείται μόνο όταν ο φόβος αποχωρισμού αποτελεί το επίκεντρο του άγχους (δηλ. το παιδί φοβάται ότι κάτι κακό θα συμβεί στο ίδιο ή στην μητέρα όταν δε βρίσκεται κοντά της), όταν εμφανίζεται με ασυνήθιστη βαρύτητα ή όταν επιμένει πέραν της συνήθους ηλικίας και προκαλεί προβλήματα κοινωνικής λειτουργικότητας. Άλλα αίτια σχολικής φοβίας εκτός από το άγχος αποχωρισμού, μπορεί να είναι δεδομένα από τη σχολική πραγματικότητα. Ένας πολύ απαιτητικός ή πολύ αυστηρός δάσκαλος μπορεί να προκαλεί άγχος σε ολόκληρη την τάξη, θα επηρεάσει ωστόσο περισσότερο παιδιά με φοβική δομή προσωπικότητας ή παιδιά ευάλωτα λόγω άλλων καταστάσεων π.χ. διαταραγμένων ενδοοικογενειακών σχέσεων. Ο εκφοβισμός από άλλα παιδιά (bulling) είναι ένα φαινόμενο που δυστυχώς ακόμη και στην ελληνική πραγματικότητα, φτάνει να εμπλέκει έως και το 15% των μαθητών. Ανάλογα με το είδος και την έντασή του είναι δυνατό να οδηγήσει σε σχολική φοβία. Οι μαθησιακές δυσκολίες συντελούν επίσης στην ανάπτυξη χαμηλής αυτοεκτίμησης, σχολικής αποτυχίας και κατ' επέκταση φόβου απέναντι στο σχολείο. Τέλος η στάση των γονιών απέναντι στο σχολείο παίζει σημαντικό ρόλο. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί με μεγάλες προσδοκίες από το παιδί τους ή μπορεί το σχολείο να αποτελούσε και γι' αυτούς πηγή άγχους, συναίσθημα το οποίο ασυνείδητα μεταφέρουν στο παιδί τους.

    Η σχολική φοβία μπορεί να εκδηλωθεί απότομα ή σταδιακά, κατά την είσοδο στο σχολείο, σε περιόδους σχολικής αλλαγής ή μετά από κάποιο τραυματικό γεγονός (π.χ. ασθένεια, απώλεια κ.α.). Στα πολύ μικρά παιδιά εκφράζεται με το γνωστό «κλάμα του αποχωρισμού». Τα μεγαλύτερα παιδιά αρνούνται να πάνε σχολείο λέγοντας ότι φοβούνται για διάφορους λόγους. Οι έφηβοι συχνά χρησιμοποιούν εκλογικεύσεις. Αρνούνται π.χ. την αξία που έχουν οι γνώσεις ή η ένταξή τους στο κοινωνικό κατεστημένο μέσω του σχολείου. Σωματικά συμπτώματα εμφανίζονται συχνά στα παιδιά με σχολική φοβία. Κοιλιακό άλγος, ναυτία ή και έμετοι, εφίδρωση, κεφαλαλγία είναι τα συνηθέστερα και χαρακτηριστικά επιδεινώνονται όταν πλησιάζει η ώρα του σχολείου, υποχωρούν τα σαββατοκύριακα ή τις αργίες ή ακόμη κι αμέσως μετά την συγκατάθεση των γονιών να μείνει το παιδί στο σπίτι. Αν αντίθετα πιεστεί να πάει στο σχολείο φαίνεται φοβισμένο, περνά την περισσότερη ώρα στο γραφείο των δασκάλων και με την παραμικρή ευκαιρία ζητά να γυρίσει στο σπίτι.

    Η σχολική άρνηση μπορεί σπανιότερα να αποτελεί μέρος μιας συνυπάρχουσας ψυχοπαθολογίας. Έτσι μπορεί να αποτελεί εκδήλωση ενός καταθλιπτικού ή ενός ψυχωτικού επεισοδίου στο πλαίσιο της γενικότερης απόσυρσης και απομόνωσης. Μπορεί επίσης να οφείλεται σε διαταραχή πανικού, αγοραφοβία, κοινωνική φοβία ή ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.

    Τέλος σχολική άρνηση μπορεί να παρατηρηθεί σε παιδιά που ζουν κάτω από αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, τα οποία δεν έχουν κανένα κίνητρο και καμία βοήθεια από το σπίτι τους και τα οποία συχνά εγκαταλείπουν νωρίς το σχολείο.

    Η πρώιμη ανίχνευση και η κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση είναι καθοριστικοί παράγοντες για την πρόγνωση της σχολικής άρνησης. Στην περίπτωση της συνυπάρχουσας ψυχοπαθολογίας, η αντιμετώπιση αυτής συνήθως λύνει και τα προβλήματα με το σχολείο. Το ίδιο συμβαίνει και στις περιπτώσεις εκφοβισμού όταν αυτός αντιμετωπιστεί επιτυχώς. Στις άλλες περιπτώσεις της σχολικής φοβίας, ο άμεσως θεραπευτικός στόχος είναι να επιστρέψει το παιδί στο σχολείο το συντομότερο δυνατό. Στα μικρά παιδιά με έναρξη της φοβίας στην αρχή της σχολικής φοίτησης, η κατάσταση συνήθως αντιμετωπίζεται με απλή συμβουλευτική βοήθεια στους γονείς και συμπεριφορικές τεχνικές. Περισσότερο εξειδικευμένη θεραπευτική αντιμετώπιση απαιτείται σε έντονα διαταραγμένες ενδοοικογενειακές σχέσεις και σε παιδιά με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στη δομή της προσωπικότητάς τους.

    Ωστόσο η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από οποιαδήποτε παρέμβαση. Γι' αυτό, στεκόμαστε δίπλα στα παιδιά μας, αφουγκραζόμαστε τους φόβους τους, σεβόμαστε τους χρόνους τους, τις δεξιότητες και τις αδυναμίες τους και προάγουμε την αυτονομία τους. Επίσης είναι σημαντικό να βρισκόμαστε σε επαφή με τους δασκάλους και το σχολείο γενικότερα, ανταλλάσοντας πληροφορίες και γνώση για το παιδί μας.

  • ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

    Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένα από τα πιο συχνά προβλήματα για τα οποία ζητούν βοήθεια οι γονείς. Πολλοί παράγοντες μπορεί να επιδρούν ώστε ένα παιδί να έχει δυσκολίες στη μάθηση:

    α) Περιβαλλοντικοί όπως ακατάλληλα σχολεία στα οποία γίνεται ανεπαρκής εκπαίδευση ή χαοτικές κι αποθαρρυντικές σε σχέση με τη μάθηση οικογένειες ή παρέες συνομηλίκων που απαξιώνουν την σχολική εκπαίδευση κ.α.

    β)Ψυχολογικοί όπως εναντιωματικότητα και έντονος ναρκισσισμός του παιδιού που το εμποδίζουν να συνεργαστεί και να προσπαθήσει σε κάτι που δεν τα καταφέρνει στο σχολείο. Επίσης γονείς με υπερβολικές απαιτήσεις που κάνουν κάθε προσπάθεια του παιδιού να τους ικανοποιήσει να φαίνεται μάταιη.

    γ)Κλινικά ψυχιατρικά σύνδρομα. Ένα παιδί με σοβαρό άγχος, κατάθλιψη ή ψυχωτική διαταραχή δεν μπορεί σαφώς να συγκεντρωθεί και να αποδώσει στο σχολείο. Δυσκολίες στη συγκέντρωση εμφανίζουν και τα παιδιά που πάσχουν από ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητα). Η νοητική καθυστέρηση προκαλεί όπως είναι αναμενόμενο δυσκολίες στη μάθηση. Τέλος υπάρχουν κλινικά σύνδρομα που εκδηλώνονται με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, δηλαδή με δυσκολίες στην σχολική απόδοση. Πρόκειται για τις λεγόμενες Ειδικές Μαθησιακές Διαταραχές.

    Οι διαταραχές αυτές χαρακτηρίζονται από λειτουργικά νευρολογικά ελλείμματα με αποτέλεσμα δυσκολίες στην επεξεργασία γνωστικών πληροφοριών. Πολλοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί για την αιτιολογία τους κι απ' ότι φαίνεται δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Η γενετική προδιάθεση παίζει σημαντικό ρόλο, γεγονός που αποδεικνύεται από την αυξημένη συχνότητα της διαταραχής μέσα στην ίδια οικογένεια και από την αυξημένη σύμπτωση στους μονοζυγωτικούς διδύμους. Προωρότητα, περιγεννητικό τραύμα, ανοξία κι άλλα περιγεννητικά συμβάντα συνδέονται συχνά με τη διαταραχή όπως επίσης και η έκθεση του εμβρύου σε λοιμώξεις, αλκοόλ, ναρκωτικά ή δηλητηρίαση από μόλυβδο.

    Ένα παιδί με Ειδική Μαθησιακή Διαταραχή αποδίδει στο σχολείο σημαντικά χαμηλότερα από το αναμενόμενο με βάση την ηλικία, την εκπαίδευση και το IQ του. Αυτό θα πρέπει να αποδεικνύεται από τα κατάλληλα κι ατομικά χορηγούμενα τεστ. Υπάρχουν 4 κατηγορίες Μαθησιακών Διαταραχών: Η Διαταραχή της Ανάγνωσης (Δυσλεξία), η Διαταραχή της γραπτής έκφρασης, η Διαταραχή των Μαθηματικών και η Μη αλλιώς Προσδιοριζόμενη.

    Στη Διαταραχή της Ανάγνωσης υπάρχει έλλειμμα στην ικανότητα διάκρισης των έντυπων συμβόλων (γραμμάτων, λέξεων κι αριθμών) και στην γρήγορη κατονομασία τους (αντιστοίχισης τους με ήχους), με αποτέλεσμα το παιδί να διαβάζει αργά, χωρίς χρωματισμό, να κάνει πολλά λάθη και να δυσκολεύεται στην κατανόηση ενός κειμένου που το ίδιο διαβάζει, αφού η προσοχή του αποσπάται από την προσπάθεια να διαβάσει. Τα λάθη στην ανάγνωση χαρακτηρίζονται από παραμορφώσεις λέξεων (υποκαταστάσεις π.χ. τρεβάτι, προσθήκες π.χ. αγγρούρι, παραλήψεις π.χ. τρακερ ή αντιστροφές των γραμμάτων μέσα στη λέξη π.χ. καρέλκα), παραλήψεις ολόκληρων λέξεων (που, όταν, θα κ.α.), έναρξη από μια λέξη που βρίσκετε στο μέσο μιας πρότασης. Υπάρχει δυσκολία στη διάκριση συμβόλων που διαφέρουν οπτικά λίγο μεταξύ τους (π.χ.3-ε, p-q), δυσκολία στη διάκριση φωνημάτων που ηχούν παρόμοια (φ-β, θ-δ) όπως και δυσκολία στη διάκριση λέξεων που μοιάζουν μεταξύ τους στο σχήμα (σώμα-στρώμα). Τα παιδιά αυτά συχνά συγχέουν το αριστερό με το δεξί και κάνουν πολλά ορθογραφικά λάθη. Επίσης συχνά παρουσιάζουν ήπιες διαταραχές στην άρθρωση και προβλήματα στην ακουστική κατανόηση της πολύπλοκης προφορικής ομιλίας.

    Εκτιμάται ότι εμφανίζεται σε ποσοστό 5% περίπου των παιδιών σχολικής ηλικίας, στα αγόρια 4-5 φορές συχνότερα απ' ότι τα κορίτσια. Η διάγνωση γίνεται συνήθως στη β' δημοτικού, οπότε το παιδί αναμένεται να μπορεί να διαβάζει καλά. Ωστόσο παιδιά με υψηλή νοημοσύνη μπορούν χρησιμοποιώντας τη μνήμη και την εξαγωγή συμπερασμάτων να καλύπτουν τη διαταραχή μέχρι την Τετάρτη δημοτικού ή και αργότερα.

    Στη Διαταραχή της Γραπτής Έκφρασης το άτομο έχει κακό γραφικό χαρακτήρα, κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη, συντακτικά λάθη και λάθη στα σημεία στίξης, κι εμφανίζει δυσκολίες στην σύνταξη προτάσεων, παραγράφων και γενικότερα στη σύνθεση κειμένων. Τα γραμματικά λάθη συνίστανται σε χρήση λάθος χρόνων, παράληψη λέξεων, τοποθέτηση λέξεων σε λάθος σειρά, ακατάλληλη επιλογή λέξεων, μίξη κεφαλαίων και πεζών, χρησιμοποίηση γραμμάτων που δεν είναι αναγνωρίσιμα.

    Τα αίτια φαίνεται να είναι παρόμοια με εκείνα της διαταραχής της ανάγνωσης δηλαδή έλλειμμα στη χρήση των συστατικών μερών της γλώσσας και στην αντιστοίχηση τους με τους ήχους. Τα ποσοστά της είναι επίσης παρόμοια με αυτά της διαταραχής της ανάγνωσης. Σε σοβαρές περιπτώσεις η διαταραχή μπορεί να είναι εμφανής από τη β΄ δημοτικού, σε πιο ήπιες όμως γίνεται εμφανής στην Πέμπτη δημοτικού ή και αργότερα.

    Η Διαταραχή των Μαθηματικών χαρακτηρίζεται από φτωχή επίδοση στις παρακάτω δεξιότητες:

    α)κατανόηση μαθηματικών όρων και κωδικοποίηση προβλημάτων με μαθηματικά σύμβολα

    β) αναγνώριση και κατονομασία μαθηματικών συμβόλων (αριθμών,+,-,% κ.α.)

    γ) πραγματοποίηση βασικών πράξεων πρόσθεσης, αφαίρεσης, πολλαπλασιασμού, διαίρεσης και

    δ) συγκέντρωση της προσοχής ώστε να γίνεται χωρίς λάθη αντιγραφή των αριθμών ή η παρακολούθηση της επίλυσης ενός προβλήματος.

    Η αιτιολογία της διαταραχής των μαθηματικών φαίνεται να είναι πολυπαραγοντική έτσι ώστε παράγοντες ωρίμανσης, νευρολογικοί, εκπαιδευτικοί, συναισθηματικοί και κοινωνικοοικονομικοί είναι υπεύθυνοι σε διαφορετικούς βαθμούς και σε διάφορους συνδυασμούς. Στην εκμάθηση των μαθηματικών οι εκπαιδευτικοί παράγοντες παίζουν σημαντικότερο ρόλο απ' ότι στην ανάγνωση κι επίσης πολλές διαφορετικές δεξιότητες είναι απαραίτητες για την μαθηματική επάρκεια: γλωσσικές, εννοιολογικές, υπολογιστικές. Εμφανίζεται σε ποσοστό 1% περίπου και είναι συχνότερη στα κορίτσια. Τα παιδιά με τη διαταραχή συνήθως διαγιγνώσκονται μεταξύ β΄ και γ΄ δημοτικού ή κι αργότερα όταν η υψηλή τους νοημοσύνη, τους επιτρέπει να τα καταφέρνουν βασιζόμενα στην απομνημόνευση κι όχι σε δική τους επεξεργασία.

    Στη Μη αλλιώς Προσδιοριζόμενη Μαθησιακή Διαταραχή οι μαθησιακές ικανότητες του παιδιού υπολείπονται σε σχέση με τη νοημοσύνη και την εκπαίδευσή του χωρίς όμως τα ελλείμματα αυτά να είναι ειδικά ώστε να μπορούν να ενταχθούν σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες.

    Οι Μαθησιακές Διαταραχές συχνά συνδυάζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τα παιδιά αυτά να παρουσιάζουν περισσότερα ελλείμματα. Επίσης συχνά οι Μαθησιακές Διαταραχές συνυπάρχουν με τις Ειδικές Διαταραχές της Γλωσσικής ‘Έκφρασης και Κατανόησης, καθώς και με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/ Υπερκινητικότητας έτσι ώστε η διάγνωσή τους να καθίσταται πιο πολύπλοκη.

    Οι Μαθησιακές Δυσκολίες αν δεν αντιμετωπιστούν προκαλούν στο παιδί μια αίσθηση ανεπάρκειας σε σχέση με τους συνομηλίκους του. Αυτή μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη, αγχώδεις εκδηλώσεις, αποφυγή του σχολείου, αποξένωση από τους συνομηλίκους, διαταραχή διαγωγής κ.α.

    Η πρόγνωση εξαρτάται από τη σοβαρότητα της Διαταραχής, την τάξη εκκίνησης παρέμβασης, τη χρονική διάρκεια της θεραπείας αποκατάστασης και από την παρουσία συνοδών διαταραχών ή την εγκατάσταση συναισθηματικών και συμπεριφοριολογικών προβλημάτων. Τα περισσότερα παιδιά με ήπιας ή μέτριας βαρύτητας διαταραχή τα καταφέρνουν ικανοποιητικά αν λάβουν έγκαιρα κατάλληλη εκπαίδευση. Η σοβαρή διαταραχή απαιτεί συνεχή κι εκτεταμένη θεραπεία.

    Στις Μαθησιακές Διαταραχές λοιπόν η όσο το δυνατόν πιο έγκαιρη παρέμβαση είναι αυτό που πρέπει να επιδιώκουν οι γονείς, τόσο για την μέγιστη δυνατή αποκατάστασή τους, όσο και για την αποφυγή δευτερογενών συναισθηματικών και συμπεριφοριολογικών προβλημάτων.

  • Bulling: Το φαινόμενου του εκφοβισμού

    Ο εκφοβισμός και η θυματοποίηση που συμβαίνει ανάμεσα σε παιδιά ή εφήβους είναι ένα φαινόμενο συχνό και καθόλου καινούργιο. Μελέτες έχουν δείξει ότι το 15% των μαθητών δημοτικού και γυμνασίου έχουν εμπλακεί σ' αυτό το φαινόμενο, είτε με τη μορφή του θύτη είτε με τη μορφή του θύματος.

    Μιλάμε για εκφοβισμό όταν ένα άτομο ή μια ομάδα προκαλεί κατ' επανάληψη και κατ' εξακολούθηση βλάβη ή ενόχληση σε κάποιο σε κάποιο άλλο άτομο ή ομάδα. Ο εκφοβισμός μπορεί να πάρει τη μορφή λεκτικής βίας (π.χ. απειλές, βρισιές, χλευασμός), σωματικής βίας (π.χ. χτυπήματα, σπρωξίματα, αγγίγματα σεξουαλικού περιεχομένου) ή άλλη μορφή (π.χ. κλοπή προσωπικών αντικειμένων, αποκλεισμό από την ομάδα των συνομηλίκων, εξαναγκασμό σε συμπεριφορές που είναι ενάντια στη θέληση του θύματος). Όταν μιλάμε για εκφοβισμό θα πρέπει να υπάρχει διαφορά δύναμης ανάμεσα στα εμπλεκόμενα άτομα, δηλαδή θα πρέπει το θύμα να δυσκολεύεται να αμυνθεί και να είναι αβοήθητο έναντι του θύτη. Επομένως ο όρος δεν πρέπει να χρησιμοποιείται όταν φιλονικούν μαθητές της ίδιας περίπου σωματικής ή ψυχολογικής δύναμης.

    Τα αγόρια εμπλέκονται συχνότερα στο φαινόμενο του εκφοβισμού από ότι τα κορίτσια και χρησιμοποιούν συχνότερα από αυτά, άμεση βία. Αντίθετα τα κορίτσια χρησιμοποιούν συχνότερα έμμεσους τρόπους εκφοβισμού όπως συκοφάντηση των θυμάτων. Στο δημοτικό οι μαθητές που εκφοβίζουν, επιλέγουν συχνότερα παιδιά μικρότερων τάξεων ως θύματα. Στο γυμνάσιο υπάρχει μια τάση προς μη χρησιμοποίηση σωματικής βίας κατά τον εκφοβισμό. Γενικότερα η παρενόχληση με μη σωματικό τρόπο (λόγια, χειρονομίες κ.α.) είναι η συχνότερη μορφή στο σύνολο του εκφοβισμού. Οι δάσκαλοι και περισσότερο οι καθηγητές τις πιο πολλές φορές δεν είναι ενήμεροι για το φαινόμενο και το ίδιο ισχύει και για τους γονείς ιδιαίτερα των θυτών.

    Το φαινόμενο του εκφοβισμού συμβαίνει στον ίδιο βαθμό στις πόλεις και στην επαρχία, όμως στις πόλεις υπάρχει μεγαλύτερη επίγνωση του προβλήματος. Επίσης το φαινόμενο δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το μέγεθος του σχολείου ή της τάξης. Αντίθετα σχετίζεται με τον αριθμό των εκπαιδευτικών που επιτηρεί την ώρα των διαλειμμάτων.

    Σε σχέση με τους μαθητές που εμπλέκονται υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που συναντάμε συχνότερα στους θύτες και στα θύματα. Συγκεκριμένα τα αγόρια θύματα είναι σωματικά πιο αδύναμα απ' ότι τα περισσότερα άλλα αγόρια. Οι διάφορες σωματικές αποκλίσεις π.χ. γυαλιά, παχυσαρκία κ.α. δεν αποτελούν συνήθως την αιτία του εκφοβισμού (αφού το 75% των παιδιών έχουν κάποια «απόκλιση»). Απλά αυτές οι αποκλίσεις είναι που χρησιμοποιούν οι θύτες όταν επιτίθενται στα θύματά τους. Τα τυπικά θύματα είναι περισσότερο αγχώδη και ανασφαλή από το μέσο όρο των μαθητών. Επίσης είναι πιο ευαίσθητα και ήσυχα και δεν τους αρέσει η βία. Συχνά έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και είναι συνήθως απομονωμένα από τους υπόλοιπους μαθητές και δεν έχουν ούτε ένα στενό φίλο. Η συνηθισμένη τους αντίδραση όταν παρενοχλούνται είναι να βάζουν τα κλάματα. Συνοπτικά φαίνεται ότι τα θύματα με τη στάση τους εκπέμπουν ένα σήμα ανασφάλειας στους άλλους που λέει ότι αν τους επιτεθούμε ή τα προσβάλουμε, δεν θα ανταποδώσουν την επίθεση. Αυτό το είδος των θυμάτων είναι τα λεγόμενα παθητικά που είναι και τα περισσότερα. Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία θυμάτων τα λεγόμενα προκλητικά. Πρόκειται για παιδιά υπερκινητικά με προβλήματα συγκέντρωσης τα οποία με τη συμπεριφορά τους προκαλούν εκνευρισμό και ένταση στους άλλους μαθητές. Τα θύματα αυτά είναι ταυτόχρονα αγχώδη και επιθετικά με αποτέλεσμα να αντιδρούν υπερβολικά ακόμη και σε μικρές προκλήσεις.

    Από την άλλη οι θύτες ή αλλιώς «νταήδες» έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό τους γνώρισμα την επιθετικότητα προς τους συνομηλίκους αλλά συχνά και προς τους ενήλικες. Τα αγόρια έχουν μεγαλύτερη σωματική δύναμη από τους περισσότερους συνομήλικους και επίσης έχουν μια σχετικά θετική άποψη για τον εαυτό τους. Είναι συνήθως παιδιά παρορμητικά κι λιγότερο αγχώδη κι ανασφαλή από το μέσο όρο. Έχουν την ανάγκη να είναι κυρίαρχοι έναντι των άλλων και δεν έχουν ενσυναίσθηση προς τα θύματά τους ή ακόμη και αντλούν ικανοποίηση από το να τα πληγώνουν ή ανταμείβονται, είτε με τη μορφή γοήτρου απέναντι στους συμμαθητές τους, είτε με τη μορφή υλικών αγαθών (π.χ. εξαναγκάζοντας τα θύματά τους να τους δίνουν χρήματα, τσιγάρα κ.α.). Το 60% αυτών των παιδιών θα εμφανίσουν ως νεαροί ενήλικες άλλες μορφές παραβατικότητας, χρήση ουσιών κ.α. Ωστόσο στις πράξεις εκφοβισμού συμμετέχουν συχνά και άλλοι μαθητές που ονομάζονται παθητικοί νταήδες, οπαδοί ή πρωτοπαλίκαρα οι οποίοι δεν ξεκινούν οι ίδιοι τον εκφοβισμό. Κάποιοι από αυτούς ενδέχεται να είναι παιδιά ανασφαλή κι αγχώδη που συμμετέχουν είτε για να αυξήσουν το δικό τους κύρος, είτε γιατί φοβούνται πως αν δεν το κάνουν μπορεί να βρεθούν οι ίδιοι στη θέση του θύματος.

    Οι συνθήκες οι οποίες θεωρείται ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς από ένα παιδί είναι ιδιοσυγκρασιακές, οικογενείς και κοινωνικές. Υπάρχουν παιδιά με έντονη και οξύθυμη ιδιοσυγκρασία που όταν διαθέτουν και μεγάλη σωματική δύναμη έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμπλακούν σε βίαια επεισόδια. Από την άλλη, ανατροφή που επιτρέπει και ανέχεται την επιθετική συμπεριφορά, χρήση σωματικής τιμωρίας, συχνές συγκρούσεις στην οικογένεια, βίαια συναισθηματικά ξεσπάσματα και έλλειψη τρυφερότητας και εμπλοκής κατά την ανατροφή του παιδιού είναι οι σημαντικότεροι περιβαλλοντικοί παράγοντες που προάγουν τη βία. Στους κοινωνικούς παράγοντες περιλαμβάνονται η προαγωγή ενός βίαιου προτύπου από την τηλεόραση και άλλα μέσα, όπως και η παρέα με βίαιους συνομηλίκους.

    Από την άλλη οι μηχανισμοί της ομάδας που αναπτύσσονται σε μια σχολική τάξη παίζουν σπουδαίο ρόλο στο φαινόμενο του εκφοβισμού: Κατά κανόνα ανάμεσα στα αγόρια μιας τάξης προκύπτουν διάφορες εντάσεις και μερικές επιθετικές αλληλεπιδράσεις εν μέρει σαν αστείο κι εν μέρει σαν τρόπος καθορισμού ιεραρχίας. Όταν μέσα στην τάξη υπάρχει ένας ή περισσότεροι νταήδες, οι συγκρούσεις θα είναι πιο συχνές και βίαιες. Τα αγχώδη ανασφαλή και σωματικά αδύναμα παιδιά γρήγορα θα αποκαλυφθούν. Το άγχος και το κλάμα τους, προσφέρουν στους νταήδες το συναίσθημα της ανωτερότητας και της υπεροχής. Το νταή ακολουθούν και άλλοι μαθητές, είτε επειδή ο ίδιος τους προτρέπει γιατί του αρέσει να έχει «ακόλουθους», είτε επειδή οι ίδιοι βλέπουν το θύμα ως ανάξιο (αφού αντιδρά με τον τρόπο που αντιδρά) και καλύπτουν τη δική τους ανάγκη να επιβληθούν και να νιώσουν ανώτεροι. Ακόμη η ανταμοιβή που δέχεται ο νταής –με τη μορφή γοήτρου ή και υλικών αγαθών- μειώνει τια αναστολές των άλλων παιδιών απέναντι στη βία. Περισσότερο επηρεάζονται τα παιδιά που δεν έχουν δικό τους φυσικό κύρος και αυτά που θεωρούν τον νταή πολύ μάγκα, άτρωτο και δυνατό. Η διάχυση της ευθύνης που προκύπτει όταν ο εκφοβισμός γίνεται από ομάδα παιδιών, μειώνει τα αισθήματα ενοχής αλλά και τις πιθανές συνέπειες αν οι πράξεις τους γίνουν αντιληπτές από τους ενήλικες. Με το πέρασμα του χρόνου το θύμα απομονώνεται όλο και περισσότερο, τόσο γιατί οι άλλοι μαθητές φοβούνται να το υπερασπιστούν ή και να κάνουν παρέα μαζί του, αλλά και γιατί σταδιακά συντελείται αλλαγή της γνώμης τους για το θύμα το οποίο «του αξίζει να το παρενοχλούν». Τελικά η αυτοϋποτίμηση που βιώνουν τα θύματα φτάνει κάποιες φορές σε τέτοιο βαθμό που η αυτοκτονία φαντάζει σαν μοναδική λύση.

    Γι αυτό το λόγο, το να κλείνουμε τα μάτια απέναντι στον εκφοβισμό είναι πραγματικά εγκληματικό. Η αντιμετώπιση του απαιτεί συνδυαστική και μακροχρόνια δράση. Η διεύθυνση και οι εκπαιδευτικοί του σχολείου, το σύνολο των μαθητών και των γονέων τους καθώς και ειδικοί επαγγελματίες θα πρέπει να συμμετέχουν. Η ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαναφορά του θέματος στις διάφορες συνελεύσεις εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών είναι απαραίτητη ώστε να καταγράφεται η πρόοδος που έχει γίνει στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα αλλά και για να διατηρηθεί η επαγρύπνηση για την εμφάνιση νέων. Ο βασικός στόχος του προγράμματος παρέμβασης ενάντια στον εκφοβισμό είναι η δημιουργία μιας ζεστής συνεργατικής σχολικής κοινότητας, για την οποία οι ενήλικες θα δείχνουν ενδιαφέρον και θα εμπλέκονται ενεργά. Κανείς μαθητής μέσα σ' αυτήν δεν θα πρέπει να παρενοχλείται και να απομονώνεται. Τα όρια ως προς την απαράδεκτη συμπεριφορά θα πρέπει να είναι σαφή και σταθερά, οι δε κυρώσεις να εφαρμόζονται με συνέπεια αλλά να μην είναι «εχθρικές». Γιατί τελικά είναι θέμα θέλησης και εμπλοκής των ενηλίκων το πόσο εκφοβισμό θα ανεχτούμε στα σχολεία μας.

    Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε για τον εκφοβισμό ώστε κανένα παιδί να μη βιώνει φόβο ή απόρριψη όταν βρίσκεται στο σχολείο του\;

    Μελέτες έχουν αποδείξει ότι η αντιμετώπιση είναι θέμα θέλησης και εμπλοκής από την πλευρά των ενηλίκων. Ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα παρέμβασης περιλαμβάνει:

    Α) Μέτρα στο επίπεδο του σχολείου. Μια ημερίδα ενημέρωσης για το φαινόμενο (με στοιχεία και από το ίδιο το σχολείο αν υπάρχουν) στους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τα παιδιά από ειδικούς επαγγελματίες, είναι το πρώτο βήμα. Στην ημερίδα αυτή θα πρέπει επίσης να καθοριστεί από όλους τους εμπλεκόμενους, ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα δράσης που θα διέπεται από συγκεκριμένες αρχές και μέτρα. Επαναληπτικές συναντήσεις εκπαιδευτικών-γονέων θα πρέπει να ακολουθήσουν, ώστε να προάγεται η στενή συνεργασία ανάμεσα στο σχολείο και το σπίτι, η κοινή στάση τους απέναντι στον εκφοβισμό αλλά και για να μην ατονήσει η επαγρύπνηση για το φαινόμενο. Στις συναντήσεις αυτές, οι γονείς θα πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε να επικοινωνήσουν με τους εκπαιδευτικούς αν υποψιάζονται ότι το παιδί τους εμπλέκεται σε bulling, αλλά και να ενημερώνονται για το πώς θα πρέπει να αντιδρούν. Οι συναντήσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών είναι επίσης πολύ σημαντικές καθώς προσφέρουν ανταλλαγή εμπειριών, διατήρηση της ενεργής εμπλοκής, υποστήριξη και ανταλλαγή ιδεών. Επιπλέον η ύπαρξη ενός κοινού σχεδίου δράσης, αυξάνει το αίσθημα ασφάλειας του εκπαιδευτικού για τον τρόπο που διαχειρίζεται τα διάφορα περιστατικά και περνά στους μαθητές ένα σαφές μήνυμα. Κρίσιμο μέτρο στο επίπεδο του σχολείου είναι η επαρκής επιτήρηση των παιδιών από τους εκπαιδευτικούς στα διαλείμματα ή σε άλλες κενές ώρες. Εννοείται ότι οι εκπαιδευτικοί δεν αρκεί απλώς να είναι παρόντες αλλά να είναι έτοιμοι να παρέμβουν άμεσα σε περιστατικά εκφοβισμού ή σε υποψία τους, ακόμη κι όταν τα παιδιά λένε ότι απλώς κάνουν πλάκα. Η παρέμβαση θα πρέπει να είναι αποφασιστική και σταθερή και να εκπέμπει στους μαθητές το μήνυμα ότι «το νταηλίκι δεν περνά». Οι επιτηρητές θα πρέπει να ανταλλάσουν μεταξύ τους πληροφορίες σχετικά με τα περιστατικά που υποπίπτουν στην αντίληψή τους και να ενημερώνουν τον υπεύθυνο καθηγητή της τάξης των εμπλεκόμενων μαθητών. Άλλα μέτρα περιλαμβάνουν οι μικρότεροι μαθητές να κάνουν διάλειμμα ξεχωριστά από τους μεγαλύτερους, απομονωμένοι χώροι του προαυλίου να αποκλείονται και άλλοι όπως οι τουαλέτες να επιτηρούνται ιδιαίτερα.

    Β) Μέτρα στο επίπεδο της τάξης. Το πρώτο που πρέπει να γίνει μέσα σε μια τάξη είναι ο εκπαιδευτικός σε συνεργασία με τους μαθητές να θεσπίσουν ένα σύνολο κανόνων ειδικά για τον εκφοβισμό. Οι σημαντικότεροι είναι: «Δεν θα παρενοχλούμε άλλους μαθητές» « Θα προσπαθούμε να βοηθάμε τους μαθητές που πέφτουν θύματα εκφοβισμού» « Θα προσπαθήσουμε να συμπεριλάβουμε στην παρέα μας μαθητές που μένουν συνήθως μόνοι». Η συμμετοχή των μαθητών στη θέσπιση των κανόνων είναι σημαντική για την τήρησή τους. Η καταγγελία ενός περιστατικού εκφοβισμού από ένα μαθητή δεν θα θεωρείται ως κάρφωμα αλλά ως συμπαράσταση προς το θύμα. Προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν οι μαθητές σ' αυτά που βιώνει το θύμα ο εκπαιδευτικός μπορεί να χρησιμοποιήσει αποσπάσματα από την παιδική και νεανική λογοτεχνία. Παιχνίδια ρόλων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δείξουν τι μπορούν να κάνουν οι «ουδέτεροι» μαθητές ώστε να εξαλείψουν τον εκφοβισμό. Οι κανόνες θα πρέπει να ακολουθούνται από τις ανάλογες κυρώσεις που θα επιβάλλονται σε συμπεριφορές κι όχι σε άτομα, αλλά και από ένθερμους επαίνους προς συγκεκριμένες συμπεριφορές και προς το σύνολο της τάξης όταν έχει γίνει πρόοδος. Τακτικές συνελεύσεις της τάξης όπου το θέμα θα επανέρχεται προς συζήτηση πρέπει να γίνονται ώστε τα μέτρα να μην ατονήσουν. Τέλος πολύ βοηθητική είναι η χρήση της συνεργατικής μάθησης, όπου οι μαθητές δουλεύουν σε μια κοινή εργασία σε ομάδες 2-6 ατόμων και ο εκπαιδευτικός αξιολογεί την ομάδα σαν σύνολο. Οι μαθητές που συμμετέχουν σε μια κοινή ομάδα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αποδέχονται και να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο. Τις ομάδες θα πρέπει να φτιάχνει ο εκπαιδευτικός ανάλογα με τα δυναμικά της τάξης, φροντίζοντας για παράδειγμα ένας νταής να πλαισιώνεται από «δυνατούς» μαθητές που δεν υποκύπτουν εύκολα σε εκφοβισμούς κι ένα θύμα πριν βρεθεί σε μια κοινή ομάδα με έναν νταή να έχει ήδη δημιουργήσει έναν αριθμό συμμάχων που είναι πρόθυμοι να τον υποστηρίξουν. Μέριμνα των εκπαιδευτικών θα πρέπει να υπάρχει και κατά τις κοινά ευχάριστες δραστηριότητες του σχολείου όπως οι εκδρομές και οι χοροεσπερίδες όπου ο αποκλεισμός ενός παιδιού είναι ακόμη πιο επώδυνος.

    Γ) Μέτρα σε ατομικό επίπεδο. Αν ένα εκπαιδευτικός γνωρίζει ή υποψιάζεται περίπτωση εκφοβισμού θα πρέπει να δρα άμεσα, ξεκινώντας με μια σοβαρή συζήτηση με τον νταή (αν εμπλέκονται περισσότεροι μαθητές, με όλους αλλά χωριστά). Οι κυρώσεις και η συνέλευση της τάξης στοχεύουν στο αντιληφθεί ακόμη περισσότερο ο μαθητής το πρόβλημα. Αν αυτά τα μέτρα δεν οδηγήσουν σε αλλαγή της συμπεριφοράς του ή αν το περιστατικό είναι σοβαρό θα πρέπει να οριστεί μία συνάντηση και με τους γονείς του. Τα αποτελέσματα είναι μέγιστα όταν το σχολείο και το σπίτι έχουν κοινή στάση απέναντι στη βία. Οι γονείς του θα πρέπει να ορίσουν μαζί με τον ίδιο, απλούς οικογενειακούς κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους θα τοιχοκολλήσουν. Ανάλογα με τη συμμόρφωση σε αυτούς θα πρέπει να υπάρχουν έπαινοι ή κυρώσεις. Είναι επίσης σημαντικό οι γονείς να προσπαθούν να γνωρίζουν τους φίλους των παιδιών τους –περνώντας λίγο χρόνο μαζί τους- και να ξέρουν τι κάνουν όταν βρίσκονται μόνοι τους.

    Σε σχέση με το θύμα, ο εκπαιδευτικός που παρεμβαίνει και γνωστοποιεί το ζήτημα - συχνά παρά τη θέληση του θύματος -, έχει το καθήκον και να τον προστατέψει, διαφορετικά μπορεί να χειροτερέψουν τα πράγματα γι' αυτό και βεβαίως να ενημερώσει τους γονείς του. Οι γονείς αντίστοιχα θα πρέπει να ενημερώσουν το σχολείο ακόμη κι αν έχουν μόνο υποψίες. Θα πρέπει να φροντίσουν να αυξηθεί η αυτοεκτίμηση του παιδιού τους, βοηθώντας το να αναπτύξει όποιες κλίσεις και θετικά χαρακτηριστικά διαθέτει. Να του παρέχουν μέσω εξωσχολικών δραστηριοτήτων, ένα νέο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο δεν θα είναι στοχοποιημένος και στο οποίο μπορεί να κάνει ένα φίλο. Τέλος να τον ενθαρρύνουν ενεργά να πλησιάσει κάποιο συμμαθητή του ήρεμο, φιλικό ή και επίσης απομονωμένο για να κάνουν παρέα, συχνά προτείνοντας του συγκεκριμένους τρόπους και στηρίζοντάς τον αν λόγω δυσκολίας ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την προσπάθεια ή και δημιουργώντας ως ένα βαθμό προϋποθέσεις για θετικές εξελίξεις. Στην περίπτωση των λεγόμενων προκλητικών θυμάτων είναι καθήκον των γονιών να βοηθήσουν το παιδί να βρει και να μάθει να χρησιμοποιεί τρόπους αντίδρασης που δεν θα εξοργίζουν τόσο το περιβάλλον.

    Το σχολείο θα μπορούσε να βοηθήσει ώστε να αναπτυχθεί μια θετική σχέση ανάμεσα στους γονείς του θύτη και του θύματος καθώς αυτό βοηθά ιδιαίτερα στην επίλυση του προβλήματος. Ωστόσο επειδή συχνά ανάμεσα στις δύο οικογένειες υπάρχει ένταση και εχθρικό κλίμα μία κοινή συνάντηση θα πρέπει να προετοιμάζεται κατάλληλα και να κρίνεται σε κάθε περίπτωση το αν μπορεί να γίνει.

    Το τελευταίο μέτρο σε ατομικό επίπεδο είναι η μετακίνηση των επιθετικών μαθητών κι όχι του θύματος σε άλλο σχολείο ενώ εάν τα περιστατικά είναι σοβαρά μπορεί να χρειαστεί η εμπλοκή ειδικών ψυχικής υγείας για την ανακούφιση και στήριξη του θύματος.

Διαβάστε περισσότερα